- πανθοινί
- παν-θοινί or [suff] παν-εί, Adv.A at a high festival, A.D.Conj.234.9, Hdn. Epim.255.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανθοινί — και πανθοινεί Α επίρρ. σε μεγάλη πανδαισία, σε μεγαλοπρεπές, πλούσιο συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνθοινος «πλήρης από κάθε είδος εδέσματος» + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. ατιμωρητ ί / εί)] … Dictionary of Greek